- τρεισκαιδεκέτης
- τρεισκαιδεκ-έτης, ες,A thirteen years old, Lys.10.4, AP12.4 (Strat.); also [full] τρεισκαιδεχέτης, IG12(5).303(4).7 ([place name] Paros), and [full] τρεισκαιδεκαέτης (q. v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.